φιλοσοφέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοσοφέω: παρασύνθετο του φιλόσοφος
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοσοφέω / φιλοσοφῶ
- αγαπώ έντονα τη γνώση, τη σοφία
- είμαι φιλόσοφος
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φιλοσοφέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλοσοφέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.