Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐξετάζω   ἐξετάζομαι 
Παρατατικός  ἐξήταζον   ἐξηταζόμην 
Μέλλοντας  ἐξετάσω και σπάνια ἐξετῶ   ἐξετασθήσομαι 
Αόριστος  ἐξήτασα, δωρικός τύπος  ἐξήταξα   ἐξητάσθην 
Παρακείμενος  ἐξήτακα   ἐξήτασμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξετάζω < ἐξ- + ἐτάζω

ἐξετάζω

  1. εξετάζω καλά ή προσεκτικά, διερευνώ, ψάχνω προσεκτικά, δοκιμάζω, κρίνω
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Ἀπολογία Σωκράτους, 24c
    τὸ μὲν δὴ ἔγκλημα τοιοῦτόν ἐστιν· τούτου δὲ τοῦ ἐγκλήματος ἓν ἕκαστον ἐξετάσωμεν.
    Τέτοια λοιπόν είναι η κατηγορία μου και τώρα ας την εξετάσουμε στο καθετί.
    Μετάφραση (1923), Παύλος Νιρβάνας @greek-language.gr
  2. ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κάποιον για κάτι
  3. (για στρατεύματα), επιθεωρώ, απαριθμώ , εξετάζω, ελέγχω
  4. εξετάζω ή ανακρίνω κάποιον αυστηρά
  5. υπολογίζω, συγκρίνω
  6. (για χρυσό) εξετάζω με δοκιμασία, δοκιμάζω
  7. (στην παθητική φωνή) παρουσιάζομαι, φαίνομαι, παρίσταμαι, εμφανίζομαι, ελέγχομαι, επιθεωρούμαι, συγκαταλέγομαι
    ※  5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἄλκηστις , 1010-1011
    ἐγὼ δὲ σοῖς κακοῖσιν ἠξίουν | ἐγγὺς παρεστὼς ἐξετάζεσθαι φίλος·
    Εγώ είχα την αξίωση, μια και δίπλα | στη συμφορά σου βρέθηκα, ν᾽ αφήσεις να δείξω ότ᾽ είμαι φίλος σου,
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr
    ※  4ος αιώνας πκε Δημοσθένης, Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ Στεφάνου Λόγος, 173
    ἑνὸς μέν, ἵν᾽ εἰδῆθ᾽ ὅτι μόνος τῶν λεγόντων καὶ πολιτευομένων ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, ἀλλὰ καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέονθ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν ἐν αὐτοῖς τοῖς φοβεροῖς,
    πρώτον , για να αντιληφθείτε ότι ήμουν ο μόνος από τους ρήτορες και τους πολιτικούς που φάνηκα πατριώτης στις δύσκολες εκείνες ημέρες και έκανα για σας σ᾽ αυτή τη φοβερή στιγμή τόσο με τους λόγους όσο και με τις προτάσεις μου αυτά που έπρεπε·
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος @greek-language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία