συνεξεταστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεξεταστής < ελληνιστική κοινή συνεξεταστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεξεταστής αρσενικό (θηλυκό: συνεξετάστρια)
- αυτός που συνεξετάζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεξεταστής
|
συνεξεταστής αρσενικό (θηλυκό: συνεξετάστρια)
|