Δείτε επίσης: ἀπαριθμῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

απαριθμώ, αόρ.: απαρίθμησα, παθ.φωνή: απαριθμούμαι, π.αόρ.: απαριθμήθηκα, μτχ.π.π.: απαριθμημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία