Δείτε επίσης: ἀπαριθμῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαριθμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαριθμῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαριθμέω < ἀπ- + ἀριθμέω / ἀριθμῶ

απαριθμώ, αόρ.: απαρίθμησα, παθ.φωνή: απαριθμούμαι, π.αόρ.: απαριθμήθηκα, μτχ.π.π.: απαριθμημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία