Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαρίθμηση οι απαριθμήσεις
      γενική της απαρίθμησης* των απαριθμήσεων
    αιτιατική την απαρίθμηση τις απαριθμήσεις
     κλητική απαρίθμηση απαριθμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαριθμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απαρίθμηση < αρχαία ελληνική ἀπαρίθμησις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

απαρίθμηση θηλυκό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία