εκθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκθέτω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκθέτω < αρχαία ελληνική ἐκτίθημι
- για τη σημασία «αφήνω απροστάτευτο σε κίνδυνο» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική exposer [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ekˈθe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐θέ‐τω
- τονικό παρώνυμο: έκθετο
Ρήμα
επεξεργασία
εκθέτω, πρτ.: εξέθετα, στ.μέλλ.: θα εκθέσω, αόρ.: εξέθεσα, παθ.φωνή: εκτίθεμαι, π.αόρ.: εκτέθηκα, μτχ.π.π.: εκτεθειμένος
- βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα σημείο, ώστε να μπορούν οι άλλοι να τον δουν
ο ζωγράφος Χ εκθέτει στις σπουδαιότερες γκαλερί
- παρουσιάζω
Ο Παπάζογλου εκτέθηκε στις εκλογές (κατέβηκε ως υποψήφιος)
- αναπτύσσω, αφηγούμαι
εκθέτω τις απόψεις μου
- αφήνω κάποιον απροστάτευτο ή έκθετο στις επικρίσεις και τις κατηγορίες κάποιων
με εξέθεσες μ' αυτά που είπες, και δεν ήξερα πώς να τα μπαλώσω
εκθέτω σε κίνδυνο
Αισθάνομαι οικονομικά εκτεθειμένη σε απρόβλεπτους κινδύνους (είμαι ακάλυπτος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθέτω | εξέθετα | θα εκθέτω | να εκθέτω | εκθέτοντας | |
β' ενικ. | εκθέτεις | εξέθετες | θα εκθέτεις | να εκθέτεις | έκθετε | |
γ' ενικ. | εκθέτει | εξέθετε | θα εκθέτει | να εκθέτει | ||
α' πληθ. | εκθέτουμε | εκθέταμε | θα εκθέτουμε | να εκθέτουμε | ||
β' πληθ. | εκθέτετε | εκθέτατε | θα εκθέτετε | να εκθέτετε | εκθέτετε | |
γ' πληθ. | εκθέτουν(ε) | εξέθεταν εκθέταν(ε) |
θα εκθέτουν(ε) | να εκθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέθεσα | θα εκθέσω | να εκθέσω | εκθέσει | ||
β' ενικ. | εξέθεσες | θα εκθέσεις | να εκθέσεις | έκθεσε | ||
γ' ενικ. | εξέθεσε | θα εκθέσει | να εκθέσει | |||
α' πληθ. | εκθέσαμε | θα εκθέσουμε | να εκθέσουμε | |||
β' πληθ. | εκθέσατε | θα εκθέσετε | να εκθέσετε | εκθέστε | ||
γ' πληθ. | εξέθεσαν εκθέσαν(ε) |
θα εκθέσουν(ε) | να εκθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκθέσει | είχα εκθέσει | θα έχω εκθέσει | να έχω εκθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκθέσει | είχες εκθέσει | θα έχεις εκθέσει | να έχεις εκθέσει | έχε εκτεθειμένο | |
γ' ενικ. | έχει εκθέσει | είχε εκθέσει | θα έχει εκθέσει | να έχει εκθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθέσει | είχαμε εκθέσει | θα έχουμε εκθέσει | να έχουμε εκθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκθέσει | είχατε εκθέσει | θα έχετε εκθέσει | να έχετε εκθέσει | έχετε εκτεθειμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκθέσει | είχαν εκθέσει | θα έχουν εκθέσει | να έχουν εκθέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκτεθειμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκτεθειμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκτεθειμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκτεθειμένο |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εκθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας