Δείτε επίσης: ἐκθέτω

Ετυμολογία

επεξεργασία

εκθέτω, πρτ.: εξέθετα, στ.μέλλ.: θα εκθέσω, αόρ.: εξέθεσα, παθ.φωνή: εκτίθεμαι, π.αόρ.: εκτέθηκα, μτχ.π.π.: εκτεθειμένος

  1. βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα σημείο, ώστε να μπορούν οι άλλοι να τον δουν
    παράδειγμα  ο ζωγράφος Χ εκθέτει στις σπουδαιότερες γκαλερί
  2. παρουσιάζω
    παράδειγμα  Ο Παπάζογλου εκτέθηκε στις εκλογές (κατέβηκε ως υποψήφιος)
  3. αναπτύσσω, αφηγούμαι
    παράδειγμα  εκθέτω τις απόψεις μου
  4. αφήνω κάποιον απροστάτευτο ή έκθετο στις επικρίσεις και τις κατηγορίες κάποιων
    παράδειγμα  με εξέθεσες μ' αυτά που είπες, και δεν ήξερα πώς να τα μπαλώσω
    παράδειγμα  εκθέτω σε κίνδυνο
    παράδειγμα  Αισθάνομαι οικονομικά εκτεθειμένη σε απρόβλεπτους κινδύνους (είμαι ακάλυπτος)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία