Δείτε επίσης: ἐκθέτω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκθέτω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκθέτω < αρχαία ελληνική ἐκτίθημι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ekˈθe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐θέ‐τω
τονικό παρώνυμο: έκθετο

εκθέτω, πρτ.: εξέθετα, στ.μέλλ.: θα εκθέσω, αόρ.: εξέθεσα, παθ.φωνή: εκτίθεμαι, π.αόρ.: εκτέθηκα, μτχ.π.π.: εκτεθειμένος

  1. βάζω κάποιον ή κάτι σε ένα σημείο, ώστε να μπορούν οι άλλοι να τον δουν
    ⮡  ο ζωγράφος Χ εκθέτει στις σπουδαιότερες γκαλερί
  2. παρουσιάζω
    ⮡  Ο Παπάζογλου εκτέθηκε στις εκλογές (κατέβηκε ως υποψήφιος)
  3. αναπτύσσω, αφηγούμαι
    ⮡  εκθέτω τις απόψεις μου
  4. αφήνω κάποιον απροστάτευτο ή έκθετο στις επικρίσεις και τις κατηγορίες κάποιων
    ⮡  με εξέθεσες μ' αυτά που είπες, και δεν ήξερα πώς να τα μπαλώσω
    ⮡  εκθέτω σε κίνδυνο
    ⮡  Αισθάνομαι οικονομικά εκτεθειμένη σε απρόβλεπτους κινδύνους (είμαι ακάλυπτος)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εκ και θέτω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία