έκθετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έκθετος | η | έκθετη | το | έκθετο |
γενική | του | έκθετου | της | έκθετης | του | έκθετου |
αιτιατική | τον | έκθετο | την | έκθετη | το | έκθετο |
κλητική | έκθετε | έκθετη | έκθετο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έκθετοι | οι | έκθετες | τα | έκθετα |
γενική | των | έκθετων | των | έκθετων | των | έκθετων |
αιτιατική | τους | έκθετους | τις | έκθετες | τα | έκθετα |
κλητική | έκθετοι | έκθετες | έκθετα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκθετος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαέκθετος, -η, -ο
- αυτός που μένει χωρίς προστασία, απροστάτευτος