εκθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εκθέτης | οι | εκθέτες |
γενική | του | εκθέτη | των | εκθετών |
αιτιατική | τον | εκθέτη | τους | εκθέτες |
κλητική | εκθέτη | εκθέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκθέτης αρσενικό (θηλυκό εκθέτρια)
- αυτός που παρουσιάζει έργα του ή προϊόντα του σε μια έκθεση
- (μαθηματικά) ο αριθμός στον οποίο υψώνεται ένας άλλος αριθμός ώστε να εξαχθεί μία δύναμη του δεύτερου αριθμού
- στην έκφραση 23=8 το 3 είναι ο εκθέτης