Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκθέτης οι εκθέτες
      γενική του εκθέτη των εκθετών
    αιτιατική τον εκθέτη τους εκθέτες
     κλητική εκθέτη εκθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκθέτης < εκθέτω -ης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκθέτης αρσενικό (θηλυκό εκθέτρια)

  1. αυτός που παρουσιάζει έργα του ή προϊόντα του σε μια έκθεση
  2. (μαθηματικά) ο αριθμός στον οποίο υψώνεται ένας άλλος αριθμός ώστε να εξαχθεί μία δύναμη του δεύτερου αριθμού
    στην έκφραση 23=8 το 3 είναι ο εκθέτης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία