exposé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- exposé < exposer
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exposé | exposés |
θηλυκό | exposée | exposées |
exposé (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exposé | exposés |
exposé (fr) αρσενικό
- έκθεση γεγονότων, καταστάσεων κλπ
- γραπτή παρουσίαση ενός θέματος με κείμενο και φωτογραφίες