Ετυμολογία

επεξεργασία
exposé < exposer

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό exposé exposés
θηλυκό exposée exposées

exposé (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exposé exposés

exposé (fr) αρσενικό

  1. έκθεση γεγονότων, καταστάσεων κλπ
  2. γραπτή παρουσίαση ενός θέματος με κείμενο και φωτογραφίες