θέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θέτω < μεσαιωνική ελληνική θέτω < αρχαία ελληνική τίθημι (αόριστος έθεσα)
Ρήμα
επεξεργασίαθέτω, πρτ.: έθετα, στ.μέλλ.: θα θέσω, αόρ.: έθεσα, παθ.φωνή: τίθεμαι
- βάζω, τοποθετώ
- προβάλλω ένα θέμα για να συζητηθεί
- ο βουλευτής έθεσε με την ομιλία του το ζήτημα των φορολογικών τεκμηρίων
- αλλάζω την κατάσταση ενός ανθρώπου ή πράγματος
- το πειθαρχικό συμβούλιο έθεσε τον υπάλληλο σε αργία
- η κυβέρνηση θέτει σε εφαρμογή νέα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής
- (μαθηματικά) θεωρώ, αποδίδω μια τιμή
- θέτω χ+ψ=α
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αναθέτω
- αποθέτω
- διαθέτω
- εκθέτω
- ενθέτω
- καταθέτω
- μεταθέτω
- παραθέτω
- προθέτω
- προσθέτω
- συνθέτω
- τοποθετώ
- υποθέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θέτω | έθετα | θα θέτω | να θέτω | θέτοντας | |
β' ενικ. | θέτεις | έθετες | θα θέτεις | να θέτεις | θέτε | |
γ' ενικ. | θέτει | έθετε | θα θέτει | να θέτει | ||
α' πληθ. | θέτουμε | θέταμε | θα θέτουμε | να θέτουμε | ||
β' πληθ. | θέτετε | θέτατε | θα θέτετε | να θέτετε | θέτετε | |
γ' πληθ. | θέτουν(ε) | έθεταν θέταν(ε) |
θα θέτουν(ε) | να θέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έθεσα | θα θέσω | να θέσω | θέσει | ||
β' ενικ. | έθεσες | θα θέσεις | να θέσεις | θέσε | ||
γ' ενικ. | έθεσε | θα θέσει | να θέσει | |||
α' πληθ. | θέσαμε | θα θέσουμε | να θέσουμε | |||
β' πληθ. | θέσατε | θα θέσετε | να θέσετε | θέστε | ||
γ' πληθ. | έθεσαν θέσαν(ε) |
θα θέσουν(ε) | να θέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θέσει | είχα θέσει | θα έχω θέσει | να έχω θέσει | ||
β' ενικ. | έχεις θέσει | είχες θέσει | θα έχεις θέσει | να έχεις θέσει | ||
γ' ενικ. | έχει θέσει | είχε θέσει | θα έχει θέσει | να έχει θέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θέσει | είχαμε θέσει | θα έχουμε θέσει | να έχουμε θέσει | ||
β' πληθ. | έχετε θέσει | είχατε θέσει | θα έχετε θέσει | να έχετε θέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θέσει | είχαν θέσει | θα έχουν θέσει | να έχουν θέσει |
|