Ετυμολογία

επεξεργασία
προβάλλω <

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐βάλ‐λω

προβάλλω, πρτ.: πρόβαλλα, αόρ.: πρόβαλα[2] (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

προβάλλω, πρτ.: προέβαλλα/πρόβαλλα, αόρ.: προέβαλα/πρόβαλα, παθ.φωνή: προβάλλομαι, π.αόρ.: προβλήθηκα, μτχ.π.π.: προβεβλημένος

  1. (μεταβατικό) μετακινώ κάτι προς τα εμπρός ή προς τα έξω
  2. (μεταβατικό) δείχνω σε μια οθόνη εικόνες χρησιμοποιώντας ειδικό μηχάνημα (προβολέα)
    ⮡  Το θέμα που ετοίμαζα τόσο καιρό θα προβληθεί σήμερα στο συμπόσιο πάνω σε διαδραστική οθόνη.
  3. (μεταβατικό) δίνω μεγάλη δημοσιότητα (προβολή) σε κάτι
    ⮡  Οι εργαζόμενοι προσπαθούν να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους και να προβάλλουν τον αγώνα τους στην τηλεόραση.
  4. (μεταβατικό) διατυπώνω με τον λόγο ή εκφράζω με τις ενέργειές μου τη θέση μου στη διάρκεια ενός διαλόγου ή μιας αντιπαράθεσης
    ⮡  ο συνομιλητής μου προέβαλε το εξής αντεπιχείρημα...

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). }