προβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προβάλλω <
- σημασία: «εμφανίζομαι» < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προβάλλω < (πρό) προ- + βάλλω (βάζω κάτι μπροστα)
- νεότερες σημασίες: < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προβάλλω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική projeter ή από την αγγλική project[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐βάλ‐λω
Ρήμα 1
επεξεργασίαπροβάλλω, πρτ.: πρόβαλλα, αόρ.: πρόβαλα[2] (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο, στην ενεργητική φωνή) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
- ↪ Και να σου προβάλλει μέσα από τη θάλασσα σα λυγερόκορμη Αφροδίτη.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προβάλλω | πρόβαλλα | θα προβάλλω | να προβάλλω | προβάλλοντας | |
β' ενικ. | προβάλλεις | πρόβαλλες | θα προβάλλεις | να προβάλλεις | πρόβαλλε | |
γ' ενικ. | προβάλλει | πρόβαλλε | θα προβάλλει | να προβάλλει | ||
α' πληθ. | προβάλλουμε | προβάλλαμε | θα προβάλλουμε | να προβάλλουμε | ||
β' πληθ. | προβάλλετε | προβάλλατε | θα προβάλλετε | να προβάλλετε | προβάλλετε | |
γ' πληθ. | προβάλλουν(ε) | πρόβαλλαν προβάλλαν(ε) |
θα προβάλλουν(ε) | να προβάλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρόβαλα | θα προβάλω | να προβάλω | προβάλει | ||
β' ενικ. | πρόβαλες | θα προβάλεις | να προβάλεις | πρόβαλε | ||
γ' ενικ. | πρόβαλε | θα προβάλει | να προβάλει | |||
α' πληθ. | προβάλαμε | θα προβάλουμε | να προβάλουμε | |||
β' πληθ. | προβάλατε | θα προβάλετε | να προβάλετε | προβάλτε | ||
γ' πληθ. | πρόβαλαν προβάλαν(ε) |
θα προβάλουν(ε) | να προβάλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προβάλει | είχα προβάλει | θα έχω προβάλει | να έχω προβάλει | ||
β' ενικ. | έχεις προβάλει | είχες προβάλει | θα έχεις προβάλει | να έχεις προβάλει | ||
γ' ενικ. | έχει προβάλει | είχε προβάλει | θα έχει προβάλει | να έχει προβάλει | ||
α' πληθ. | έχουμε προβάλει | είχαμε προβάλει | θα έχουμε προβάλει | να έχουμε προβάλει | ||
β' πληθ. | έχετε προβάλει | είχατε προβάλει | θα έχετε προβάλει | να έχετε προβάλει | ||
γ' πληθ. | έχουν προβάλει | είχαν προβάλει | θα έχουν προβάλει | να έχουν προβάλει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφανίζομαι
|
Ρήμα 2
επεξεργασίαπροβάλλω, πρτ.: προέβαλλα/πρόβαλλα, αόρ.: προέβαλα/πρόβαλα, παθ.φωνή: προβάλλομαι, π.αόρ.: προβλήθηκα, μτχ.π.π.: προβεβλημένος
- (μεταβατικό) μετακινώ κάτι προς τα εμπρός ή προς τα έξω
- (μεταβατικό) δείχνω σε μια οθόνη εικόνες χρησιμοποιώντας ειδικό μηχάνημα (προβολέα)
- ↪ Το θέμα που ετοίμαζα τόσο καιρό θα προβληθεί σήμερα στο συμπόσιο πάνω σε διαδραστική οθόνη.
- (μεταβατικό) δίνω μεγάλη δημοσιότητα (προβολή) σε κάτι
- ↪ Οι εργαζόμενοι προσπαθούν να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους και να προβάλλουν τον αγώνα τους στην τηλεόραση.
- (μεταβατικό) διατυπώνω με τον λόγο ή εκφράζω με τις ενέργειές μου τη θέση μου στη διάρκεια ενός διαλόγου ή μιας αντιπαράθεσης
- ↪ ο συνομιλητής μου προέβαλε το εξής αντεπιχείρημα...
Εκφράσεις
επεξεργασία- προβάλλω αντίσταση: αντιστέκομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάνω προβολή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).}