Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προβολικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Παράγωγα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προβολικ
ός
η
προβολικ
ή
το
προβολικ
ό
γενική
του
προβολικ
ού
της
προβολικ
ής
του
προβολικ
ού
αιτιατική
τον
προβολικ
ό
την
προβολικ
ή
το
προβολικ
ό
κλητική
προβολικ
έ
προβολικ
ή
προβολικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προβολικ
οί
οι
προβολικ
ές
τα
προβολικ
ά
γενική
των
προβολικ
ών
των
προβολικ
ών
των
προβολικ
ών
αιτιατική
τους
προβολικ
ούς
τις
προβολικ
ές
τα
προβολικ
ά
κλητική
προβολικ
οί
προβολικ
ές
προβολικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προβολικός
<
προβολή
/
προβολέας
+
-ικός
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
projectif
)
Επίθετο
επεξεργασία
προβολικός, -ή, -ό
που έχει σχέση με την
προβολή
ή τον
προβολέα
, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
Παράγωγα
επεξεργασία
προβολικός χώρος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
προβάλλω
και
βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προβολικός
αγγλικά
:
projective
(en)
γαλλικά
:
projectif
(fr)