προβολικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβολικό < ουδέτερο του προβολικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβολικό ουδέτερο
- (ηλεκτρονική) συσκευή προβολής εικόνων πάνω σε έναν πίνακα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προβολικό
- αιτιατική ενικού του προβολικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προβολικός