προβολή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προβολή | οι | προβολές |
γενική | της | προβολής | των | προβολών |
αιτιατική | την | προβολή | τις | προβολές |
κλητική | προβολή | προβολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προβολή < αρχαία ελληνική προβολή < προβάλλω < πρό + βάλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προβολή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προβάλλω
- (μαθηματικά, γεωμετρία) η απεικόνιση γεωμετρικών σχημάτων πάνω σε μια επιφάνεια
- (βάσεις δεδομένων) βλ. συνώνυμο κατακόρυφη επιλογή[1]
- (πληροφορική, προγραμματισμός) συνώνυμο του απεικόνιση
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προβολή
Επεξεργασία
- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 39. Προσπέλαση 2020-02-06
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 61-62, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04