Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
screening screenings

screening (en)

  1. η προβολή ταινίας
    ⮡  There are two screenings daily at the cinema.
    Γίνονται δυο προβολές καθημερινά στο σινεμά.
     συνώνυμα: showing
  2. η εξέταση, προληπτικό τσεκάπ (χωρίς να υπάρχει ένδειξη νόσου)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

screening (en)