Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
showing showings

showing (en)

  1. η προβολή έργου/ταινίας
    ⮡  What time is the showing?
    Τι ώρα είναι η προβολή;
     συνώνυμα: screening
  2. (συνήθως ενικός) η εμφάνιση, που δείχνει πόσο καλά ή πόσο άσχημα κάνει κάποιος ή κάτι
    ⮡  Greece made a good showing at the Olympics.
    Η Ελλάδα έκανε καλή εμφάνιση στους Ολυμπιακούς.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

showing (en)