show
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
show | shows |
show (en)
- (μετρήσιμο) το τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα, η εκπομπή, το θέαμα
- ⮡ a TV/radio show - πρόγραμμα τηλεόρασης/ραδιοφώνου
- ⮡ television (TV) shows - τηλεοπτικές εκπομπές
- ⮡ The show’s guests are usually known personalities.
- Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.
- ⮡ Have you seen any good shows lately?
- Είδες κανένα καλό θέαμα τελευταία;
- ⮡ a variety show - θέαμα βαριετέ
- ≈ συνώνυμα: program
- (μετρήσιμο) το θέαμα, η παράσταση ενός θεατρικού έργου
- ⮡ an afternoon/evening/amateur show - απογευματινή/βραδινή/ερασιτεχνική παράσταση
- ⮡ a cheap show - φτηνό θέαμα
- ≈ συνώνυμα: performance, presentation και production
- η συναυλία
- η επίδειξη, η ένδειξη, μια πράξη ή ένας τρόπος συμπεριφοράς που δείχνει κάτι
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η επίδειξη, κάτι που γίνεται μόνο για να δώσει καλή εντύπωση, αλλά δεν είναι ειλικρινές
- ⮡ The house was furnished for show, not for comfort.
- Το σπίτι ήταν επιπλωμένο για επίδειξη, όχι για άνεση.
- ⮡ The house was furnished for show, not for comfort.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | show |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shows |
αόριστος | showed |
παθητική μετοχή | shown |
ενεργητική μετοχή | showing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Και απαρχαιωμένος αόριστος shew. |
show (en)
- (μεταβατικό) δείχνω, ξεκαθαρίζω κάτι, αποδεικνύω κάτι
- (μεταβατικό) δείχνω, αφήνω κάποιον να δει κάτι
- ⮡ He showed his ticket at the exit.
- Έδειξε το εισιτήριό του στην έξοδο.
- ⮡ I am showing my passport.
- Δείχνω το διαβατήριό μου.
- ⮡ We will not show you them./We will not show them to you.
- Δε θα σας τα δείξουμε.
- ⮡ He showed his ticket at the exit.
- (μεταβατικό) δείχνω, διδάσκω τον τρόπο να κάνω κάτι, για παράδειγμα επιτρέποντας σε κάποιον να με παρακολουθεί να το κάνω ή εξηγώντας το
- ⮡ Will you show me how to make it?
- Θα μου δείξεις πώς να το φτιάξω;
- ⮡ Will you show me how to make it?
- (μεταβατικό) δείχνω, πηγαίνω, οδηγώ κάποιον σε ένα μέρος
- (μεταβατικό) δείχνω, ξεκαθαρίζω ότι έχω ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή συναίσθημα
- ⮡ He shows a lot of enthusiasm.
- Δείχνει μεγάλο ενθουσιασμό.
- ⮡ That shows him to be a liar.
- Αυτό δείχνει πως είναι ψεύτης.
- ⮡ He shows a lot of enthusiasm.
- (μεταβατικό) δείχνω, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σε κάποιον
- ⮡ He showed me great kindness.
- Μου έδειξε μεγάλη καλοσύνη.
- ⮡ I show pity/contempt for someone.
- Δείχνω οίκτο/περιφρόνηση για κάποιον.
- ⮡ He showed me great kindness.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δείχνω, κάποιος ή κάτι δείχνει συναίσθημα ή χαρακτηριστικό, έτσι ώστε να είναι ορατό ή αντιληπτό
- ⮡ I am showing an interest in someone.
- Δείχνω ενδιαφέρον για κάποιον.
- ⮡ I am showing an interest in someone.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δείχνω, κάτι ή κάτι είναι ορατό
- ⮡ He doesn’t dare to show his face here.
- Δεν τολμάει να δείξει το πρόσωπό του εδώ.
- ⮡ The dog showed its teeth.
- Ο σκύλος έδειξε τα δόντια του.
- ⮡ He doesn’t dare to show his face here.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, κάνω κάτι διαθέσιμο για να το δει το κοινό
- ⮡ This film has not been shown in Athens.
- Αυτό το φιλμ δεν έχει παιχτεί στην Αθήνα.
- ⮡ This film has not been shown in Athens.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) δείχνω, αποδεικνύω ότι μπορώ να κάνω κάτι ή είμαι κάτι
- ⮡ I’ll show you!
- Θα σου δείξω εγώ!
- ⮡ I’ll show you!
- (αμετάβατο, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) εμφανίζομαι, φτάνω εκεί που έχω κανονίσει να συναντήσω κάποιον ή να κάνω κάτι
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- show (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- show (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 209, 319-320, 367, 642-643, 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: δείχνω, επίδειξη, θέαμα, παίζω, πηγαίνω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- show < (άμεσο δάνειο) αγγλική show θέαμα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
show | shows |
show (fr) αρσενικό
- το θέαμα (συνήθως τηλεοπτικό) που βασίζεται σε έναν παρουσιαστή ή μια βεντέτα, το σόου
- → δείτε τη λέξη one man show
- (κατ' επέκταση) η εμφάνιση ενός πολιτικού προσώπου όπου προσπαθεί να πείσει τους εκλογείς του