Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
show shows

show (en)

  1. (μετρήσιμο) το τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα, η εκπομπή, το θέαμα
    ⮡  a TV/radio show - πρόγραμμα τηλεόρασης/ραδιοφώνου
    ⮡  television (TV) shows - τηλεοπτικές εκπομπές
    ⮡  The show’s guests are usually known personalities.
    Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.
    ⮡  Have you seen any good shows lately?
    Είδες κανένα καλό θέαμα τελευταία;
    ⮡  a variety show - θέαμα βαριετέ
     συνώνυμα: program
  2. (μετρήσιμο) το θέαμα, η παράσταση ενός θεατρικού έργου
    ⮡  an afternoon/evening/amateur show - απογευματινή/βραδινή/ερασιτεχνική παράσταση
    ⮡  a cheap show - φτηνό θέαμα
     συνώνυμα:  performance, presentation και production
  3. η συναυλία
  4. η επίδειξη, η ένδειξη, μια πράξη ή ένας τρόπος συμπεριφοράς που δείχνει κάτι
    ⮡  a show of military force - επίδειξη δυνάμεως
    ⮡  They will walk out in a show of solidarity with the coal miners.
    Θα απεργήσουν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους ανθρακωρύχους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη display
  5. (μη μετρήσιμο, ενικός) η επίδειξη, κάτι που γίνεται μόνο για να δώσει καλή εντύπωση, αλλά δεν είναι ειλικρινές
    ⮡  The house was furnished for show, not for comfort.
    Το σπίτι ήταν επιπλωμένο για επίδειξη, όχι για άνεση.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας show
γ΄ ενικό ενεστώτα shows
αόριστος showed
παθητική μετοχή shown
ενεργητική μετοχή showing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Και απαρχαιωμένος αόριστος shew.

show (en)

  1. (μεταβατικό) δείχνω, ξεκαθαρίζω κάτι, αποδεικνύω κάτι
    ⮡  This shows how little you know him.
    Αυτό δείχνει πόσο λίγο τον ξέρεις.
    ⮡  He showed himself to be worthy of our trust.
    Δείχτηκε άξιος της εμπιστοσύνης μας.
    ⮡  His answer showed a guilty conscience.
    Η απάντησή του έδειξε ένοχη συνείδηση.
     συνώνυμα:  prove και reveal
  2. (μεταβατικό) δείχνω, αφήνω κάποιον να δει κάτι
    ⮡  He showed his ticket at the exit.
    Έδειξε το εισιτήριό του στην έξοδο.
    ⮡  I am showing my passport.
    Δείχνω το διαβατήριό μου.
    ⮡  We will not show you them./We will not show them to you.
    Δε θα σας τα δείξουμε.
  3. (μεταβατικό) δείχνω, διδάσκω τον τρόπο να κάνω κάτι, για παράδειγμα επιτρέποντας σε κάποιον να με παρακολουθεί να το κάνω ή εξηγώντας το
    ⮡  Will you show me how to make it?
    Θα μου δείξεις πώς να το φτιάξω;
  4. (μεταβατικό) δείχνω, πηγαίνω, οδηγώ κάποιον σε ένα μέρος
    ⮡  I will show you the city.
    Θα σου δείξω την πόλη.
    ⮡  I show someone the way/route.
    Δείχνω σε κάποιον το δρόμο.
    ⮡  I will show you home.
    Θα σε πάω σπίτι.
    ⮡  I will show you out.
    Θα σε πάω μέχρι έξω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lead
  5. (μεταβατικό) δείχνω, ξεκαθαρίζω ότι έχω ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή συναίσθημα
    ⮡  He shows a lot of enthusiasm.
    Δείχνει μεγάλο ενθουσιασμό.
    ⮡  That shows him to be a liar.
    Αυτό δείχνει πως είναι ψεύτης.
  6. (μεταβατικό) δείχνω, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σε κάποιον
    ⮡  He showed me great kindness.
    Μου έδειξε μεγάλη καλοσύνη.
    ⮡  I show pity/contempt for someone.
    Δείχνω οίκτο/περιφρόνηση για κάποιον.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) δείχνω, κάποιος ή κάτι δείχνει συναίσθημα ή χαρακτηριστικό, έτσι ώστε να είναι ορατό ή αντιληπτό
    ⮡  I am showing an interest in someone.
    Δείχνω ενδιαφέρον για κάποιον.
  8. (μεταβατικό και αμετάβατο) δείχνω, κάτι ή κάτι είναι ορατό
    ⮡  He doesn’t dare to show his face here.
    Δεν τολμάει να δείξει το πρόσωπό του εδώ.
    ⮡  The dog showed its teeth.
    Ο σκύλος έδειξε τα δόντια του.
  9. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, κάνω κάτι διαθέσιμο για να το δει το κοινό
    ⮡  This film has not been shown in Athens.
    Αυτό το φιλμ δεν έχει παιχτεί στην Αθήνα.
  10. (μεταβατικό, ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) δείχνω, αποδεικνύω ότι μπορώ να κάνω κάτι ή είμαι κάτι
    ⮡  I’ll show you!
    Θα σου δείξω εγώ!
  11. (αμετάβατο, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) εμφανίζομαι, φτάνω εκεί που έχω κανονίσει να συναντήσω κάποιον ή να κάνω κάτι
    ⮡  He had promised to come but he didn’t show.
    Είχε υποσχεθεί να έρθει αλλά δεν εμφανίστηκε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appear

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
show < (άμεσο δάνειο) αγγλική show θέαμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃo/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
show shows

show (fr) αρσενικό

  1. το θέαμα (συνήθως τηλεοπτικό) που βασίζεται σε έναν παρουσιαστή ή μια βεντέτα, το σόου
    → δείτε τη λέξη  one man show
  2. (κατ' επέκταση) η εμφάνιση ενός πολιτικού προσώπου όπου προσπαθεί να πείσει τους εκλογείς του

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία