ενικός         πληθυντικός  
presentation presentations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
presentation < present + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

presentation (en)

  1. (μετρήσιμο) η παρουσίαση, μια εκδήλωση όπου κάτι, ειδικά ένα νέο προϊόν ή ιδέα, ή έργο, παρουσιάζεται σε μια ομάδα ανθρώπων
    ⮡  the presentation of new car model - η παρουσίαση καινούριου μοντέλου αυτοκινήτου
    ⮡  During the presentation of his new book…
    Kατά την παρουσίαση του νέου του βιβλίου…
  2. (μη μετρήσιμο) η παρουσίαση, η πράξη του να δείξεις ή να δώσεις κάτι σε κάποιον
    ⮡  The presentation of demonstrative evidence caused a sensation in the court.
    H παρουσίαση των αποδεικτικών στοιχείων προκάλεσε αίσθηση στο δικαστήριο.
    ⮡  in the presentation of the nightly news - στην παρουσίαση των νυχτερινών ειδήσεων
    ⮡  the presentation of the election results - η παρουσίαση των αποτελεσμάτων των εκλογών
  3. (μη μετρήσιμο) η παρουσίαση, ο τρόπος που κάτι προσφέρεται, παρουσιάζεται, εξηγείται κτλ. στους άλλους
    ⮡  The presentation of the exhibits was impeccable.
    H παρουσίαση των εκθεμάτων ήταν άψογη.
  4. (μετρήσιμο) η παράσταση ενός θεατρικού έργου
    ⮡  an unusual presentation of “Oedipus” - μια πρωτότυπη παράσταση του «Οιδίποδα»
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη show
  5. (θρησκεία) η Υπαπαντή