present
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | present |
γ΄ ενικό ενεστώτα | presents |
αόριστος | presented |
παθητική μετοχή | presented |
ενεργητική μετοχή | presenting |
present (en)