present tense
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
present tense | present tenses |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαpresent tense (en)
- (γραμματική) ο παροντικός χρόνος, χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει κάτι που γίνεται στο παρόν
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- present tense στην αγγλική Βικιπαίδεια