Ετυμολογία

επεξεργασία
present perfect continuous < → δείτε τις λέξεις present, perfect και continuous

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

present perfect continuous (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο παρακείμενος διαρκείας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που φανερώνει μία πράξη που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι και το παρόν. Αντίστοιχο με τον ελληνικό ενεστώτα.
    • Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα have (με κλίση) + been + ενεργητική μετοχή του ρήματος.
      ⮡  I have been working since the morning.
      Δουλεύω από το πρωί.
      ⮡  He has been snoring and won’t let me sleep!
      Ροχαλίζει και δε μ΄ αφήνει να κοιμηθώ!
      ⮡  I have already been waiting for five hours, how much more patient do I need to be?
      Περιμένω ήδη πέντε ώρες, πόσο πιο υπομονετικός πρέπει να είμαι;
      ⮡  I have been here since 5 o’clock.
      Είμαι εδώ από τις 5 η ώρα.
    • Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα have (με κλίση) + been + being + παθητική μετοχή του ρήματος.
      ⮡  The food has been being prepared for the last two hours.
      Το φαγητό ετοιμάζεται τις τελευταίες δύο ώρες.

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία