Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός perfect
συγκριτικός more perfect
υπερθετικός most perfect

perfect (en)

  1. τέλειος, βέλτιστος, που έχει όλα όσα είναι απαραίτητα· πλήρης και χωρίς ελαττώματα ή αδυναμίες
    ⮡  The organization of the business was perfect.
    Η οργάνωση της επιχείρησης ήταν τέλεια.
    ⮡  This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.
    Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.
  2. τέλειος, απόλυτα σωστό και ακριβές
    ⮡  The dress is a perfect fit.
    Το φόρεμα έχει τέλεια εφαρμογή.
    ⮡  The student’s written exam is perfect.
    Το γραπτό του μαθητή είναι τέλειο.
  3. τέλειος, το καλύτερο στο είδος του
    ⮡  He believed he had committed the perfect crime.
    Πίστευε ότι έκανε το τέλειο έγκλημα.
  4. τέλειος, πολύ καλό
    ⮡  He became a perfect student.
    Έγινε τέλειος μαθητής.
  5. τέλειος, ακριβώς σωστό για κάποιον ή κάτι
    ⮡  a perfect husband/wife - τέλειος/τέλεια σύζυγος
  6. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τέλειος, απόλυτος και ολοκληρωτικός
    ⮡  a perfect resemblance - τέλεια ομοιότητα
  7. στην γραμματική → δείτε τον όρο perfect tense

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας perfect
γ΄ ενικό ενεστώτα perfects
αόριστος perfected
παθητική μετοχή perfected
ενεργητική μετοχή perfecting

perfect (en)

  • τελειοποιώ
    ⮡  I am perfecting my English.
    Τελειοποιώ τα αγγλικά μου.



  Επίθετο

επεξεργασία

perfect (ro)

  1. τέλειος

  Επίρρημα

επεξεργασία

perfect (ro)

  1. τέλεια