have
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | have |
γ΄ ενικό ενεστώτα | has |
αόριστος | had |
παθητική μετοχή | had |
ενεργητική μετοχή | having |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
have (en)
ενεστώτας | have |
γ΄ ενικό ενεστώτα | has |
αόριστος | had |
παθητική μετοχή | had |
ενεργητική μετοχή | having |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
have (en)