have to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | have to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | has to |
αόριστος | had to |
παθητική μετοχή | had to |
ενεργητική μετοχή | having to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhave to (en) (βοηθητικό ρήμα)
- πρέπει να, χρειάζεται να, είμαι υποχρεωμένος να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι πρέπει να κάνω κάτι
- ⮡ You have to go to bed right now.
- Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
- ⮡ How soon do I have to be there?
- Πόσο σύντομα πρέπει να είμαι εκεί;
- ⮡ We had to leave early.
- Χρειάστηκε να φύγουμε νωρίς.
- ⮡ I have to leave.
- Είμαι υποχρεωμένη να φύγω.
- ⮡ He doesn’t have to go to the office today./He hasn't got to go to the office today.
- Δεν είναι υποχρεωμένος να πάει στο γραφείο σήμερα.
- ⮡ He’s so rich that he doesn’t have to work.
- Είναι τόσο πλούσιος ώστε δεν είναι υποχρεωμένος να δουλεύει.
- ⮡ You have to go to bed right now.
- πρέπει να, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι πρέπει να είναι αληθινό ή πρέπει να συμβεί
- ⮡ One has to be a fool not to understand that.
- Πρέπει να είναι κανείς βλάκας για να μην το καταλάβει.
- ⮡ It has to be John.
- Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
- ⮡ The two of them have to have not known each other before.
- Δεν πρέπει να γνωρίζονταν οι δυο τους προηγουμένως.
- ⮡ Someone has to have seen us.
- Κάποιος πρέπει να μας είδε.
- ⮡ One has to be a fool not to understand that.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε το ρήμα must