ενεστώτας have to
γ΄ ενικό ενεστώτα has to
αόριστος had to
παθητική μετοχή had to
ενεργητική μετοχή having to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
have to < → δείτε τις λέξεις have και to

have to (en) (βοηθητικό ρήμα)

  1. πρέπει να, χρειάζεται να, είμαι υποχρεωμένος να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι πρέπει να κάνω κάτι
    ⮡  You have to go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
    ⮡  How soon do I have to be there?
    Πόσο σύντομα πρέπει να είμαι εκεί;
    ⮡  We had to leave early.
    Χρειάστηκε να φύγουμε νωρίς.
    ⮡  I have to leave.
    Είμαι υποχρεωμένη να φύγω.
    ⮡  He doesn’t have to go to the office today./He hasn't got to go to the office today.
    Δεν είναι υποχρεωμένος να πάει στο γραφείο σήμερα.
    ⮡  He’s so rich that he doesn’t have to work.
    Είναι τόσο πλούσιος ώστε δεν είναι υποχρεωμένος να δουλεύει.
  2. πρέπει να, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι πρέπει να είναι αληθινό ή πρέπει να συμβεί
    ⮡  One has to be a fool not to understand that.
    Πρέπει να είναι κανείς βλάκας για να μην το καταλάβει.
    ⮡  It has to be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
    ⮡  The two of them have to have not known each other before.
    Δεν πρέπει να γνωρίζονταν οι δυο τους προηγουμένως.
    ⮡  Someone has to have seen us.
    Κάποιος πρέπει να μας είδε.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε το ρήμα must