Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας got to
γ΄ ενικό ενεστώτα got to, gots to
αόριστος had to
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή

  Ετυμολογία επεξεργασία

got to < → δείτε τις λέξεις got και to

  Ρήμα επεξεργασία

got to (en) (ανεπίσημο)

  • άλλη μορφή του have to
    You got to go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
    It gots to be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • → δείτε το ρήμα have to

Συνώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε το ρήμα must

  Πηγές επεξεργασία

  • got to - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)