got
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | got |
γ΄ ενικό ενεστώτα | got, gots |
αόριστος | had |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | — |
got (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαgot (en)
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgot (ca)
- το ποτήρι