auxiliary verb
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
auxiliary verb | auxiliary verbs |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
auxiliary verb (en)
- (γραμματική) το βοηθητικό ρήμα
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
auxiliary verb στην αγγλική Βικιπαίδεια