βοηθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βοηθητικός < αρχαία ελληνική βοηθητικός
Επίθετο
επεξεργασίαβοηθητικός, -ή, -ό
- που βοηθάει
- που έχει σκοπό την παροχή βοήθειας
- που είναι δευτερεύων, που δεν είναι κύριος
- (στο στρατό) ο στρατιώτης που για λόγους υγείας δεν μπορεί να φέρει όπλο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βοηθός
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοηθητικός
|