Ετυμολογία

επεξεργασία
auxiliaire < λατινική auxiliarius

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔk.si.ljɛʁ/ ή
ΔΦΑ : /ok.si.ljɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
auxiliaire auxiliaires

auxiliaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
auxiliaire auxiliaires

auxiliaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό