Δείτε (για τους συντάκτες του Βικιλεξικού) Κατηγορία:Βοήθεια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοήθεια οι βοήθειες
      γενική της βοήθειας
βοηθείας
των βοηθειών
    αιτιατική τη βοήθεια τις βοήθειες
     κλητική βοήθεια βοήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοήθεια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βοήθεια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /voˈi.θi.a/
ΔΦΑ : /voˈi.θça/ (με συνίζηση ως παροξύτονη λέξη: προφορικό, λαϊκότροπο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐ή‐θει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοήθεια θηλυκό

  1. η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου
    δίνω τη βοήθειά μου
    σπεύδω προς βοήθεια
    καλώ σε βοήθεια
  2. (συνεκδοχικά) ό,τι προσφέρεται με την παραπάνω ενέργεια
    η βοήθειά τους ήταν σημαντική
  3. (συνεκδοχικά) το πρόσωπο που προσφέρει την παραπάνω ενέργεια
    οι φίλοι είναι βοήθεια στις δύσκολες στιγμές

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επιφώνημα επεξεργασία

βοήθεια!

  • λέγεται από κάποιον που βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν κάνει έκκληση για προστασία
    κλέφτες, βοήθεια!

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βοήθει αἱ βοήθειαι
      γενική τῆς βοηθείᾱς τῶν βοηθειῶν
      δοτική τῇ βοηθεί ταῖς βοηθείαις
    αιτιατική τὴν βοήθειᾰν τὰς βοηθείᾱς
     κλητική ! βοήθει βοήθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοηθεί
γεν-δοτ τοῖν  βοηθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοήθεια < βοηθ- (βοηθός) + -εια < βοή + θέω (τρέχω στην βοή της μάχης για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοήθεια θηλυκό

  1. αρωγή, υποστήριξη
  2. βοήθεια
  3. (ελληνιστική σημασία) ιατρική βοήθεια, νοσηλεία

Συγγενικά επεξεργασία

  Επιφώνημα επεξεργασία

βοήθεια!

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βοηθός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία