θέω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θέω < αρχαία ελληνική θέω
Ρήμα επεξεργασία
θέω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θέω
→ δείτε τη λέξη τρέχω |
Πηγές επεξεργασία
- Νικόλαος Γ. Πεταλάς, Ιδιωτικόν της Θηραϊκής γλώσσης, Αθήνα, τύποις Νικήτα Γ. Πάσσαρη, 1876, σελ. 4 [1]
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θέω < θεϝ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰew- (τρέχω, ρέω)
Ρήμα επεξεργασία
θέω
- (αμετάβατο) τρέχω
- ※ 7ος - 6ος αι. πκε, Ομηρικοί ύμνοι, Εις Αφροδίτην Ομηρικοί Ύμνοι/X. Εις Αφροδίτην
- Κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥ τε βροτοῖσιν | μείλιχα δῶρα δίδωσιν· ἐφ᾿ ἱμερτῶι δὲ προσώπωι | αἰεὶ μειδιάει, καὶ ἐφ᾿ ἱμερτὸν θέει ἄνθος.
- Στην Κυθειρία, την κυπρογεννημένη (ΣτΜ εννοεί την Αφροδίτη) θα τραγουδήσω, που γλυκά δώρα φέρνει στους θνητούς, με το γοητευτικό της πρόσωπο πάντα χαμογελάει, και η γοητεία τρέχει πάνω της σα λουλούδι
Σύνθετα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- θέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.