• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ενίσχυση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενίσχυση οι ενισχύσεις
      γενική της ενίσχυσης* των ενισχύσεων
    αιτιατική την ενίσχυση τις ενισχύσεις
     κλητική ενίσχυση ενισχύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενισχύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ενίσχυση < (ελληνιστική κοινή) ἐνίσχυσις < αρχαία ελληνική ἐνισχύω < ἐν + ἰσχύω < ἰσχύς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενίσχυση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ενισχύω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ενίσχυση
  • αγγλικά : amplification (en)
  • γαλλικά : amplification (fr), renforcement (fr), renfort (fr)
  • ισπανικά : refuerzo (es)
  • ιταλικά : rinforzo (it)
  • ουγγρικά : erősítés (hu)
  • πολωνικά : wzmocnienie (pl)
  • πορτογαλικά : reforço (pt)
  • ρουμανικά : amplificare (ro)
  • σερβικά : појачање (sr)
  • σουηδικά : förstärkning (sv)
  • τσεχικά : posílení (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ενίσχυση&oldid=5471200"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:26

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 21:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας