ενισχύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ενισχύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενισχύω
- θα ενισχύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενισχύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
ενισχύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενίσχυση