Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικουρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επικουρί
α
οι
επικουρί
ες
γενική
της
επικουρί
ας
των
επικουρι
ών
αιτιατική
την
επικουρί
α
τις
επικουρί
ες
κλητική
επικουρί
α
επικουρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επικουρία
<
ἐπί
+ -
κοῦρος
"
δρομαίος
" < λατ.
curro
"
τρέχω
"
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επικουρία
θηλυκό
η
συνδρομή
, η
βοήθεια
(
στρατ.
) η εφεδρική δύναμη για τη βοήθεια των μαχόμενων
Συγγενικά
επεξεργασία
επικουρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επικουρία
γαλλικά
:
assistance
(fr)