δρομαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δρομαίος | η | δρομαία | το | δρομαίο |
γενική | του | δρομαίου | της | δρομαίας | του | δρομαίου |
αιτιατική | τον | δρομαίο | τη | δρομαία | το | δρομαίο |
κλητική | δρομαίε | δρομαία | δρομαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δρομαίοι | οι | δρομαίες | τα | δρομαία |
γενική | των | δρομαίων | των | δρομαίων | των | δρομαίων |
αιτιατική | τους | δρομαίους | τις | δρομαίες | τα | δρομαία |
κλητική | δρομαίοι | δρομαίες | δρομαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρομαίος < αρχαία ελληνική δρομαῖος
Επίθετο επεξεργασία
δρομαίος, -α, -ο
- αυτός που τρέχει
- έφυγε δρομαίος (έφυγε τρέχοντας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρομαίος
|