Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δρομαίοι

  1. δρομαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. δρομαίος, στην κλητική του πληθυντικού