δρομαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδρομαίο
- δρομαίος, στην αιτιατική του ενικού
δρομαίο, ουδέτερο του δρομαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
δρομαίο
δρομαίο, ουδέτερο του δρομαίος