Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assistance assistances

assistance (en)

  • η βοήθεια
      allow remote assistance connections to this computer (OS, Windows 7 System Properies)
    επιτρέψτε συνδέσεις απομακρυσμένης βοήθειας σε αυτόν τον υπολογιστή (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)



      ενικός         πληθυντικός  
assistance assistances

Ουσιαστικό

επεξεργασία