OS
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαOS (en) αρκτικόλεξο
- (λογισμικό) αρκτικόλεξο του operating system [1]
- (λογισμικό) αρκτικόλεξο του open source [1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 acronyms.thefreedictionary. Προσπέλαση 2020-06-10.
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Από τα αρχικά των λέξεων: Ouvrier Spécialisé
Συντομομορφή
επεξεργασίαOS (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο