open
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- open < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική open < πρωτογερμανική *panaz (δείτε και τη γερμανική offen, ολλανδική open) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *upo
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | open |
συγκριτικός | more open |
υπερθετικός | most open |
open (en)
- ανοιχτός, που επιτρέπει σε πράγματα ή ανθρώπους να περάσουν· όχι κλειστός
- ⮡ Did you leave the window open?
- Άφησες το παράθυρο ανοιχτό;
- ⮡ The large window is wide open.
- Το μεγάλο παράθυρο είναι διάπλατα ανοιχτό.
- ⮡ She held the door open for them.
- Κράτησε την πόρτα ανοιχτή για αυτούς.
- ⮡ Borders between the countries are open and passports are not required.
- Τα σύνορα μεταξύ των χωρών είναι ανοιχτά και δεν απαιτούνται διαβατήρια.
- ⮡ The window was wide open.
- Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο.
- ⮡ The gates of the castle swung open.
- Οι πύλες του κάστρου άνοιξαν διάπλατα.
- ⮡ Push the door open.
- Σπρώξε την πόρτα να ανοίξει.
- ≠ αντώνυμα: closed
- ⮡ Did you leave the window open?
- ανοιχτός, για τα βλέφαρα ή τα χείλη
- ανοιχτός, που απλώνεται
- ανοιχτός, που δεν είναι κλειστός ή καλυμμένος για να βγαίνουν ή να μπαίνουν εύκολα τα πράγματα
- ⮡ Leave the envelope open.
- Άφησε τον φάκελο ανοιχτό.
- ⮡ The bag burst open and everything fell out.
- Η τσάντα άνοιξε και έπεσαν όλα έξω.
- ⮡ I tried to pry open the locket.
- Πήγα να ανοίξω το μενταγιόν με το ζόρι.
- ⮡ The children ripped open the presents excitedly.
- Τα παιδιά άνοιξαν τα δώρα σκίζοντάς τα με ενθουσιασμό.
- ≠ αντώνυμα: closed
- ⮡ Leave the envelope open.
- ανοιχτός, για ρούχα
- ανοιχτός, που δεν περιβάλλεται από τίποτα
- ⮡ The city has a lot of parks and (wide) open spaces.
- Η πόλη έχει πολλά πάρκα και ανοιχτούς χώρους.
- ⮡ They were driving fast along the open road.
- Οδήγησαν γρήγορα στον ανοιχτό δρόμο.
- ⮡ We left port and headed for the open sea.
- Αφήσαμε το λιμάνι και κατευθυνθήκαμε προς τη ανοιχτή θάλασσα.
- ⮡ The house has an open concept kitchen and living room.
- Το σπίτι έχει κουζίνα και σαλόνι που έχουν σχεδιαστεί με ανοιχτή διαρρύθμιση.
- ⮡ The city has a lot of parks and (wide) open spaces.
- ανοιχτός, που είναι ακάλυπτος
- ⮡ an open wound - μια ανοιχτή πληγή
- ⮡ Leave the pot open so the food cools down a bit.
- Άφησε την κατσαρόλα ανοιχτή για να κρυώσει λίγο το φαγητό.
- ⮡ The hall of the old house was open to the sky.
- Η αίθουσα του παλιού σπιτιού ήταν ανοιχτή προς τον ουρανό.
- ⮡ They were living in a tent, cooking their meals on an open fire.
- Ζούσαν σε μια σκηνή, μαγειρεύοντας τα γεύματά τους σε ανοιχτή φωτιά.
- ⮡ We are outside and working in the open air.
- Είμαστε έξω και δουλεύουμε στο ύπαιθρο.
- (χωρίς παραθετικά) ανοιχτός, για κατάστημα κτλ. που λειτουργεί
- ανοιχτός, δημόσιος, για κάτι στο οποίο μπορεί να συμμετέχει ο καθένας
- ⮡ This is an open competition and anyone can join.
- Αυτός είναι ένας ανοιχτός διαγωνισμός και μπορεί να συμμετάσχει ο καθένας.
- ⮡ She was tried in open court.
- Δικάστηκε σε δημόσια δίκη.
- ⮡ This is an open competition and anyone can join.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) ανοιχτός, για κάτι στο οποίο μπορούν να συμμετέχουν μόνο συγκεκριμένα άτομα
- ⮡ The competition is open to young people under the age of 18.
- Ο διαγωνισμός είναι ανοιχτός σε νέους κάτω των 18 ετών.
- ⮡ Parking is only open to residents.
- Η στάθμευση είναι ανοιχτή μόνο για τους κατοίκους.
- ⮡ The competition is open to young people under the age of 18.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) ανοιχτός, διαθέσιμος, ελεύθερος
- ⮡ I want to keep the bank account open.
- Θέλω να κρατήσω τον τραπεζικό λογαριασμό ανοιχτό.
- ⮡ My advice is to keep your options open.
- Η συμβουλή μου είναι να κρατήσεις τις επιλογές σου ανοιχτές.
- ⮡ We have kept the door open for future discussions.
- Έχουμε κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για μελλοντικές συζητήσεις.
- ⮡ Is that room still open?
- Είναι ακόμα διαθέσιμο εκείνο το δωμάτιο;
- ⮡ The room is still open; would you like to book it?
- Το δωμάτιο είναι ακόμη ελεύθερο· Θέλεις να το κλείσεις;
- ⮡ Selling the house is just one possibility that is open to us.
- Το να πουλήσουμε το σπίτι είναι μόνο μία από τις πιθανότητες που έχουμε στη διάθεσή μας.
- ≈ συνώνυμα: available
- ⮡ I want to keep the bank account open.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) ανοιχτός, που είναι έτοιμος να δεχτεί κλήσεις, να λάβει αιτήματα κτλ.
- ευάλωτος, εκτεθειμένος, που είναι πιθανό να υποστεί κάτι όπως κριτική, τραυματισμό κτλ.
- ⮡ The system is open to abuse.
- Το σύστημα είναι ευάλωτο σε κατάχρηση.
- ⮡ He had left his king open to check.
- Είχε αφήσει τον βασιλιά του εκτεθειμένο σε σαχ.
- ⮡ He has laid himself (wide) open to political attack.
- Έχει εκθέσει τον εαυτό του σε πολιτική επίθεση.
- ≈ συνώνυμα: vulnerable
- ⮡ The system is open to abuse.
- ανοιχτός, δημόσιος, φανερός, που είναι γνωστός σε όλους· που δεν κρατιέται κρυφός
- ⮡ We need a more open and accountable government.
- Χρειαζόμαστε μια πιο ανοιχτή και υπόλογη κυβέρνηση.
- ⮡ It was an open display of affection.
- Ήταν μια δημόσια επίδειξη στοργής.
- ⮡ His eyes showed open admiration as he looked at her.
- Τα μάτια του έδειχναν φανερό θαυμασμό καθώς την κοιτούσε.
- ⮡ We need a more open and accountable government.
- (χωρίς παραθετικά) ανοιχτός, ειλικρινής
- ανοιχτός, που είναι πρόθυμος να ακούσει και να σκεφτεί νέες ιδέες
- ⮡ I am open to new ideas.
- Είμαι ανοιχτός (έτοιμος να δεχτώ) σε νέες ιδέες.
- ⮡ I'm open to suggestions for what you would like to do in our classes.
- Είμαι ανοιχτός σε προτάσεις για το τι θα θέλατε να κάνουμε στα μαθήματά μας.
- ⮡ I am open to new ideas.
- ανοιχτός, που δεν έχει ακόμη αποφασιστεί
- ⮡ This is an open discussion about it.
- Υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση για αυτό.
- ⮡ The issue remains open.
- Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό.
- ⮡ The race is still wide open.
- Ο αγώνας είναι ακόμη ανοιχτός.
- ⮡ This is an open discussion about it.
- (open to something) ανοιχτός σε κάτι, εκτεθειμένος σε κάτι, που επιτρέπει κάτι· που κάνει κάτι δυνατό
- ⮡ Some phrases in the contract are open to interpretation.
- Ορισμένες φράσεις στο συμβόλαιο είναι ανοιχτές σε ερμηνείες.
- ⮡ The price is not open to negotiation.
- Η τιμή δεν είναι ανοιχτή σε διαπραγμάτευση.
- ⮡ What she means precisely is open to debate.
- Αυτό που εννοεί ακριβώς είναι ανοιχτό σε συζήτηση.
- ⮡ The firm could leave itself open to the accusation that it failed to act.
- Η εταιρεία θα μπορούσε να αφήσει τον εαυτό της εκτεθειμένη στην κατηγορία ότι απέτυχε να ενεργήσει.
- ⮡ Some phrases in the contract are open to interpretation.
- (μαθηματικά) για έναν τύπο που έχει μια ελεύθερη μεταβλητή
- (πληροφορική) ο ανοιχτός (για αρχείο file)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
open (en) (μόνο ενικός ως the open)
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | open |
γ΄ ενικό ενεστώτα | opens |
αόριστος | opened |
παθητική μετοχή | opened |
ενεργητική μετοχή | opening |
open (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανοίγω
- (μεταβατικό) ανοίγω ένα κατάστημα ή άλλον χώρο
- ⮡ The shop opens at 9:00. - Το μαγαζί ανοίγει στις εννιά.
- (μεταβατικό) αρχίζω, ανοίγω (ένα θέμα συζήτησης)
- ⮡ I don't want to open that subject. - δε θέλω να ανοίξω αυτό το θέμα (συζήτησης)
- (στο πόκερ)
- (πληροφορική) ανοίγω (ένα αρχείο)
- ανοίγω, αρχίζω κάτι
- ⮡ With the accession of Greece to the EEC, today’s European Union, a new chapter opened for the country.
- Με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο για τη χώρα.
- ⮡ With the accession of Greece to the EEC, today’s European Union, a new chapter opened for the country.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- open < παλαιά ολλανδικά opan < πρωτογερμανική *upanaz