open
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- open < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική open < πρωτογερμανική *panaz (δείτε και τη γερμανική offen, ολλανδική open) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *upo
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | open |
συγκριτικός | more open |
υπερθετικός | most open |
open (en)
- ανοιχτός
- ≈ συνώνυμα: accessible
- ≠ αντώνυμα: closed, shut
- (χωρίς παραθετικά) ανοιχτός στο κοινό
- ↪ Banks are not open on bank holidays.
- Οι τράπεζες δεν είναι ανοιχτές στις αργίες.
- ↪ Banks are not open on bank holidays.
- ανοιχτός (έτοιμος να δεχτώ)
- ↪ I am open to new ideas.
- Είμαι ανοιχτός (έτοιμος να δεχτώ) σε νέες ιδέες.
- ↪ I am open to new ideas.
- (χωρίς παραθετικά) ανοιχτός (ο δημόσιος, μη ιδιωτικός)
- ↪ open letter - ανοιχτό γράμμα
- (χωρίς παραθετικά) ανοιχτός (ειλικρινής, απροσποίητος)
- ↪ The man is an open book.
- Αυτός είναι ανοιχτό βιβλίο.
- ↪ The man is an open book.
- ανοιχτός, που δεν έχει ακόμη αποφασιστεί
- ↪ This is an open discussion about it.
- Υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση για αυτό.
- ↪ This is an open discussion about it.
- (μαθηματικά) για έναν τύπο που έχει μια ελεύθερη μεταβλητή
- (πληροφορική) ο ανοιχτός (για αρχείο file)
Συγγενικά
επεξεργασία- break open
- clopen
- drop open
- half-open
- keep a weather eye open
- keep an eye open
- lay open
- open-air
- open-and-shut
- open-armed
- open bar
- open cluster
- open-collar
- open compound
- open content
- open design
- open-ended
- open-eyed
- open-face
- open-faced
- open fireplace
- open goal
- open-handed/openhanded
- open heart surgery
- open-hearted
- open-hearth
- open house
- open interest
- open letter
- open listing
- open loop
- open marriage
- open matte
- open mic
- open mind
- open-mouthed
- open outcry
- open outsourcing
- open-plan
- open problem
- open proxy
- open sandwich
- open sea
- open season
- open secret
- open sight
- open source
- open-source software
- open system
- open water
- open-work
- openable
- openside
- Open University
- wide open
- with open arms
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | open |
γ΄ ενικό ενεστώτα | opens |
αόριστος | opened |
παθητική μετοχή | opened |
ενεργητική μετοχή | opening |
open (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανοίγω
- (μεταβατικό) ανοίγω ένα κατάστημα ή άλλον χώρο
- ↪ The shop opens at 9:00. - Το μαγαζί ανοίγει στις εννιά.
- (μεταβατικό) αρχίζω, ανοίγω (ένα θέμα συζήτησης)
- ↪ I don't want to open that subject. - δε θέλω να ανοίξω αυτό το θέμα (συζήτησης)
- (στο πόκερ)
- (πληροφορική) ανοίγω (ένα αρχείο)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- open (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- open (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- open (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- open < παλαιά ολλανδικά opan < πρωτογερμανική *upanaz
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαopen (nl)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαopen (nl)
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαopen (fi)