Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποντάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποντάρω
<
ιταλική
pontare
/
puntare
<
punto
<
λατινική
punctus
<
pungo
Ρήμα
επεξεργασία
ποντάρω
στοιχηματίζω
(
κατ’ επέκταση
) (
μεταφορικά
)
βασίζομαι
,
στηρίζομαι
,
υπολογίζω
δημιουργώ σημάδια με τη χρήση
πόντας
Συγγενικά
επεξεργασία
πονταρισιά
ποντάρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποντάρω
αγγλικά
:
bet
(en)
(1)
γαλλικά
:
miser
(fr)
γερμανικά
:
wetten
(de)