punto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- punto < ιταλικά
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punto | puntoj |
αιτιατική | punton | puntojn |
punto (eo)
- η δαντέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punto | puntoj |
αιτιατική | punton | puntojn |
punto (eo)