πονταρισιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πονταρισιά | οι | πονταρισιές |
γενική | της | πονταρισιάς | των | πονταρισιών |
αιτιατική | την | πονταρισιά | τις | πονταρισιές |
κλητική | πονταρισιά | πονταρισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pon.da.riˈsça/[1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πονταρισιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ποντάρισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πονταρισιά
|
- ↑ πονταρισιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας