στοιχηματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοιχηματίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαστοιχηματίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στοιχηματίζω | στοιχημάτιζα | θα στοιχηματίζω | να στοιχηματίζω | στοιχηματίζοντας | |
β' ενικ. | στοιχηματίζεις | στοιχημάτιζες | θα στοιχηματίζεις | να στοιχηματίζεις | στοιχημάτιζε | |
γ' ενικ. | στοιχηματίζει | στοιχημάτιζε | θα στοιχηματίζει | να στοιχηματίζει | ||
α' πληθ. | στοιχηματίζουμε | στοιχηματίζαμε | θα στοιχηματίζουμε | να στοιχηματίζουμε | ||
β' πληθ. | στοιχηματίζετε | στοιχηματίζατε | θα στοιχηματίζετε | να στοιχηματίζετε | στοιχηματίζετε | |
γ' πληθ. | στοιχηματίζουν(ε) | στοιχημάτιζαν στοιχηματίζαν(ε) |
θα στοιχηματίζουν(ε) | να στοιχηματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στοιχημάτισα | θα στοιχηματίσω | να στοιχηματίσω | στοιχηματίσει | ||
β' ενικ. | στοιχημάτισες | θα στοιχηματίσεις | να στοιχηματίσεις | στοιχημάτισε | ||
γ' ενικ. | στοιχημάτισε | θα στοιχηματίσει | να στοιχηματίσει | |||
α' πληθ. | στοιχηματίσαμε | θα στοιχηματίσουμε | να στοιχηματίσουμε | |||
β' πληθ. | στοιχηματίσατε | θα στοιχηματίσετε | να στοιχηματίσετε | στοιχηματίστε | ||
γ' πληθ. | στοιχημάτισαν στοιχηματίσαν(ε) |
θα στοιχηματίσουν(ε) | να στοιχηματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στοιχηματίσει | είχα στοιχηματίσει | θα έχω στοιχηματίσει | να έχω στοιχηματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις στοιχηματίσει | είχες στοιχηματίσει | θα έχεις στοιχηματίσει | να έχεις στοιχηματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει στοιχηματίσει | είχε στοιχηματίσει | θα έχει στοιχηματίσει | να έχει στοιχηματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στοιχηματίσει | είχαμε στοιχηματίσει | θα έχουμε στοιχηματίσει | να έχουμε στοιχηματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε στοιχηματίσει | είχατε στοιχηματίσει | θα έχετε στοιχηματίσει | να έχετε στοιχηματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στοιχηματίσει | είχαν στοιχηματίσει | θα έχουν στοιχηματίσει | να έχουν στοιχηματίσει |
|