Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοίχημα τα στοιχήματα
      γενική του στοιχήματος των στοιχημάτων
    αιτιατική το στοίχημα τα στοιχήματα
     κλητική στοίχημα στοιχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στοίχημα < λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στοίχημα ουδέτερο

  • ένα ρίσκο που παίρνει κάποιος αποβλέποντας σε κάποιο κέρδος


Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία