pari
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pari < parier
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pari | paris |
pari (fr) αρσενικό
- το στοίχημα
Συγγενικά επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
pari (ro)
Φινλανδικά (fi) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pari (fi)