Ετυμολογία

επεξεργασία
pari < parier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pari paris

pari (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

pari (ro)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pari (fi)