parieur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- parieur < parier
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | parieur | parieurs |
θηλυκό | parieuse | parieuses |
parieur (fr)
- που βάζει στοιχήματα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | parieur | parieurs |
θηλυκό | parieuse | parieuses |
parieur (fr)