↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζευγάρι τα ζευγάρια
      γενική του ζευγαριού των ζευγαριών
    αιτιατική το ζευγάρι τα ζευγάρια
     κλητική ζευγάρι ζευγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζευγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζευγάρι < ζευγάριν < αρχαία ελληνική ζευγάριον, υποκοριστικό του ζεῦγος[1] + κατάληξη υποκοριστικού -άριον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zeˈvɣa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζευ‐γά‐ρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζευγάρι ουδέτερο

  1. συνδυασμός δύο στοιχείων που αποτελούν ένα σύνολο
  2. δύο άνθρωποι που ενώνονται με τα δεσμά του γάμου ή συνδέονται ερωτικά
  3. δύο ζώα που οργώνουν μαζί ή σέρνουν μια άμαξα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία