ζεύγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζεύγος | τα | ζεύγη |
γενική | του | ζεύγους | των | ζευγών |
αιτιατική | το | ζεύγος | τα | ζεύγη |
κλητική | ζεύγος | ζεύγη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζεύγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζεῦγος < ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζεύγος ουδέτερο
- ο συνδυασμός δύο στοιχείων που αποτελούν ένα σύνολο
- δύο άνθρωποι που ενώνονται με τα δεσμά του γάμου ή έχουν ερωτικό δεσμό
- (γλωσσολογία) ζευγάρι λέξεων με κοινά χαρακτηριστικά
- ⮡ σημασιολογικά ζεύγη
- → δείτε τη λέξη ελάχιστα ζεύγη
- (ειδικότερα) δύο λέξεις που εισήλθαν σε μία γλώσσα σε δύο διαφορετικές στιγμέςμ προερχομενες από μία άλλη γλώσσα (ή διάλεκτο)
- < απόδοση για την αγγλική doublet