ζεῦγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζεῦγος < → λείπει η ετυμολογία ζεύγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζεῦγος ουδέτερο
- ζευγάρι ζώων που οργώνουν ή σέρνουν μια άμαξα
- η άμαξα που σύρεται από δύο ζώα
- ζεύγος, ζευγάρι, συνδυασμός δύο στοιχείων
- το συζυγικό ή ερωτικό ζεύγος, το ζευγάρι
- (συνεκδοχικά) συνδυασμός και περισσότερων από δύο στοιχείων
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- ζεῦγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζεῦγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.